- ξενιτευόμενος
- ξενῑτευόμενος , ξενιτεύωlive abroadpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενιτεύομαι — (ΑΜ ξενιτεύω) πηγαίνω να ζήσω σε ξένη χώρα, αποδημώ, μεταναστεύω («ξενιτεμένο μου πουλί», Πολίτ.) αρχ. 1. βρίσκομαι σε εξορία 2. ζω απομονωμένος από τον κόσμο 3. μέσ. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης σε ξένο τόπο («ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην» … Dictionary of Greek